ἔκκειμαι

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκειμαι Medium diacritics: ἔκκειμαι Low diacritics: έκκειμαι Capitals: ΕΚΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: ékkeimai Transliteration B: ekkeimai Transliteration C: ekkeimai Beta Code: e)/kkeimai

English (LSJ)

serving as Pass. of ἐκτίθημι,
A to be cast out or be exposed, ἐπορᾶν ἐκκείμενον (sc. τὸν παῖδα) Hdt.1.110, cf. 122, Longus 1.3; ἁπλοῦν τὸ ἦθος καὶ παντὶ ἰδεῖν ἐκκείμενον D.H.Rh.10.1.
2 of public notices, decrees, etc., to be set up in public, be posted up, ἵν' ἐκκέοιτο πρὸ τῶν ἐπωνύμων D.21.103, cf. 58.9; to be set forth, ἡ ἐμὴ προθυμία ἐκκείσθω POxy.220 vi5; ἐκκειμένων οὖν τῶν βίων Plu.Comp.Ages.Pomp.1.
3 to be proposed, ὁ σκοπὸς ἐ. καλῶς Arist.Pol.1331b31; μισθοὶ παρὰ βασιλέως ἔκκεινται Str.15.1.46; ἔλασσον τοῦ ἐκκειμένου SIG577.66 (Milet., iii/ii B.C.).
4 c. dat., to be exposed to, be at the mercy of, Str.5.2.6, Alciphr.3.29; τύχαις Plot.6.8.15; τῷ μέλλοντι Id.3.6.18; also πρὸς τὸ πάσχειν Procl.Inst.80.
5 to be set forth, be expounded, Arist.Rh. 1419b23; in logical sense, Id.Top.103b29, cf. APr.48a8, Epicur.Nat. 28.1, Phld.Sign.19, etc.
6 Geom., to be set out, 'be taken', ἐκκείσθω κύκλος, ὁ ἐκκείμενος κῶνος, Archim.Sph.Cyl.1.5,28.
II c. gen., fall from out, be left bare of, μηροὶ..ἐξέκειντο πιμελῆς S.Ant.1011.
2 project, ἐκκειμένη εἰς θάλατταν ἄκρα Str.5.4.8; πύργοι ἔξω ἐκκείμενοι D.C.74.10; στέρνα προέχοντα καὶ ἐκκείμενα Philostr.Gym.35; φλέβες ἐκκ. Gal.17(2).97; in painting, stand out, Philostr.Im.2.1.

Spanish (DGE)

I sent. fís.
1 de recién nacidos quedar expuesto, ser abandonado ἐπορᾶν δὲ ἐκκείμενον (τὸ παιδίον) τέταγμαι se me ha ordenado vigilar que (el niño) quede expuesto Hdt.1.110, cf. 122, Paus.7.17.11, Fauorin.Fort.23, Longus 1.3.2
gener. de pers., fig. ser apartado, ser excluido c. gen. de abstr. τῆς ἐπὶ τούτῳ (Θεοῦ) λαμπρότητος Cyr.Al.M.73.268C.
2 de decretos, denuncias, anuncios quedar expuesto en lugar visible, ser hecho público (γραφή) πρὸ τῶν ἐπωνύμων D.21.103, cf. 58.9, τὸ διάγραμμα τὸ ἐκκείμενον PRev.Laws 103.3, cf. 57.5 (III a.C.), PLond.1200.8 (III/II a.C.), τὸ πρόσταγμα Aristeas 24, τὸ διάταγμα I.AI 19.291, c. dat. τοῖς δ' ὁπλοποιοῖς ... μισθοὶ καὶ τροφαὶ παρὰ βασιλέως ἔκκεινται Str.15.1.46, παράδειγμα θείας ἀρετῆς τοῖς διορᾶν δυναμένοις ἐκκείμενος expuesto en lugar bien visible como ejemplo de la virtud divina para los que sepan verlo Clem.Al.Strom.2.4.19
de lugares, c. dat. estar expuesto a la vista de ὥστε λάφυρον ἕτοιμον ἐκκεῖσθαι τοῖς ἐπιπλεύσασιν ref. a una ciudad costera, Str.5.2.6.
3 salirse por fuera de, quedar exento c. gen. μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς los muslos (de las víctimas) se salían de la grasa protectora S.Ant.1011, ἐκκειμένη εἰς τὴν θάλατταν ἄκρα un promontorio saliente hacia el mar Str.5.4.8, de una figura pintada que parece querer salirse del cuadro, Philostr.Im.2.1
medic. y anat., de hinchazones y partes abultadas sobresalir, proyectarse τὸ περιττὸν αὐτέης (γλώττης) ὑπὸ τοὺς ὀδόντας ἔκκειται Aret.SA 1.7.1, τι πρόβλημα ... ἐκκείμενον de la duramadre, Gal.3.659, στέρνα μὲν ἀμείνω τὰ προέχοντά τε καὶ ἐκκείμενα Philostr.Gym.35, c. gen. τὰ δὲ κυρτὰ ... καὶ τῶν ἄλλων ἐκκείμενα ref. a los tobillos, Gal.2.775.
II en sent. verbal o escrito, frec. en cien.
1 de un tema haber sido expuesto o desarrollado ἔκκεινται οἱ τόποι πρότερον Arist.Rh.1419b23, cf. Poliorc.271.8, οἱ ὑπὸ Πλάτωνος ἐκκείμενοι ἀριθμοί Plu.2.1017d, ἐκκειμένων οὖν τῶν βίων Plu.Comp.Ages.Pomp.1, αἱ ἐκκείμεναι τοῦ Κέλσου λέξεις Origenes Cels.5.25
en mús. διαγράμματα αὐτοῖς τῶν ἐναρμονίων ἔκκειται μόνον συστημάτων Aristox.Harm.6.10.
2 geom. ser puesto aparte, ser expuesto como punto de partida un elemento geom. c. sus dimensiones exactas para que su figura se haga visible y sirva de referencia, esp. en imperat. ἐκκείσθω tómese, sea ἐκκείσθω οὖν τις γραμμή Arist.Mete.376a10, ἐκκείσθω κύκλος ὁ Α Archim.Sph.Cyl.1.5, ἐκκείσθω τρίγωνον ἰσοσκελές Euc.4.11, ἐκκείσθω δὴ κύλινδρος κοῖλος Hero Spir.2.34, cf. Hypsicl.Disp.3
tb. mat. de números que sirven de base para representar proporciones o una progresión ἐκκειμένης δεκάδος si partimos del número diez Aristid.Quint.39.9, cf. Theo Sm.31.21, Iambl.in Nic.40
fil., de premisas, objetivos, fines haber sido propuesto o planteado ὁ μὲν σκοπὸς ἔκκειται καλῶς Arist.Pol.1331b31, τὸ μὴ καλῶς ἐκκεῖσθαι τοὺς ὅρους κατὰ τὴν λέξιν Arist.APr.48a8, τὸ ἐκκείμενον ἄνθρωπον εἶναι ἢ ζῷον (dice que) lo propuesto es hombre o animal Arist.Top.103b29, cf. Chrysipp.Stoic.3.6, στάσις δὲ περὶ τοῦ ἐκκειμένου existe controversia sobre el tema planteado Anon.Lond.4.25, cf. 6.31, 28.13, λόγους τῶν ἀντιδοξαζόντων τοὺς ἐκκειμένους προεφέρετο Phld.Sign.19.7, διαλῦσαι ἔνια τῶν ἐκκειμένων resolver algunas de las cuestiones planteadas Plu.2.701a, ἐκκείμεναι ἀπορίαι S.E.M.7.308, c. dat. αἱ ἐκκείμεναι ἡμῖν ὑποθέσεις Dam.in Phd.146
en mat. τὸ μεταξὺ τῶν μεγεθῶν τῶν ἐκκειμένων la diferencia entre dos magnitudes dadas Hero Def.136.37.
3 econ., de dinero haber sido asignado para algún fin, haber sido dispuesto para algún fin, haber sido reservado para algún fin τὸ ἐκκείμενον πλῆθος la suma prevista, Milet 1(3).147.48 (III a.C.), τὸ δὲ εὑρὸν τοὶ ταμίαι δόντων ἀπὸ τῶν ἐς τὰ κατὰ ψαφίσματα ἐκκειμένων que los tesoreros entreguen la suma tomándola de los fondos reservados para los decretos, ICr.3.3.3A.100 (Hierapitna II a.C.), ἐὰν δέ τις ... μετενέγκῃ ἢ τάξῃ ἔλασσον τοῦ ἐκκειμένου si alguien transfiere (el dinero) o destina (a este menester) una cantidad inferior a la suma reservada, Milet 1(3).145.66 (II a.C.), ἆθλον διδόσθαι τοῖς νικῶσι ἀπὸ τοῦ ἐκκειμένου ἀργυρίου δραχμᾶν ΔΔΔ ICos ED 145A.69 (II a.C.).
III fig.
1 estar a disposición de, estar al alcance de c. dat. πρᾷος καὶ πᾶσιν ἐκκείμενος Porph.Plot.9.19, τὸ ἐκκείμενον ἡμῖν τοῦ βίου ὑπόδειγμα Gr.Nyss.Perf.195.6, c. inf. ἁπλοῦν ... τὸ ἦθος καὶ παντὶ τῷ ἰδεῖν ἐκκείμενον ref. al orador, D.H.Rh.10.1
estar disponible, estar en uso κατὰ [τ] ὴν [ἐ] κκειμένην ἐρμηνίαν según la interpretación usual Epicur.Nat.28.12.3.4.
2 estar expuesto en sent. neg., a un peligro o amenaza estar a merced de ταύτην (Ἡσιόνην) ἰδὼν ἐκκειμένην Ἡρακλῆς ante el monstruo, Apollod.2.5.9, c. dat. ὁ ἔρημος ... ἐκκείμενος τοῖς βλάπτειν βουλομένοις el solitario estando a merced de los que quieran causarle daño Arr.Epict.3.13.2, ταῖς νόσοις Luc.Abd.28, βαρβαρικαῖς ... αἰκίαις Hld.7.25.4, ἔκκειμαι γὰρ τοῖς βουλομένοις τἀμὰ σφετερίζεσθαι Alciphr.2.26.2, cf. Hld.5.27.8, c. εἰς y ac. εἰς ἐπιβουλὴν τῶν τοιχωρυχούντων Gr.Nyss.Beat.82.3
estar sometido o sujeto a σῶμα ... πρὸς τὸ διαιρεῖσθαι μόνον καὶ πάσχειν ἐκκείμενον Procl.Inst.80.
3 estar puesto en manos de, haber sido confiado a c. εἰς y ac. τῆς παιδὸς εἰς ἡμᾶς ἐκκειμένης Ach.Tat.2.14.1
c. dat. πάντα ... ἐκκείμενα τύχαις Plot.6.8.15, μόνῳ σοι τῶν ζώντων ἐκκείμεθα Synes.Ep.95 (p.158).
4 constar ἡ μὲν ἐμὴ προθυμία ἐκκείσθω que conste mi buena voluntad anón. métr. en POxy.220.6.5.
• Diccionario Micénico: e-ke-jo-to (?).

German (Pape)

[Seite 762] (s. κεῖμαι), als perf. pass. zu ἐκτίθημι, ausgesetzt sein; von einem Kinde, Her. 1, 110. 122; Longin. 1, 3; ὁ σκοπὸς ἔκκειται Arist. Polit. 7, 13; ἐξέκειτο πολὺν χρόνον ἡ φάσις, sie war ausgehängt, Dem. 58, 10, vgl. 21, 103; offen daliegen, ἐὰν ἁπλοῦν ᾖ τὸ ἦθος καὶ παντὶ ἰδεῖν ἐκκείμενον Dion. Hal. rhet. 10, 1; ἐκκειμένων τῶν βίων Plut. Comp. Ages. et Pomp. 1; preisgegeben sein, ἔκκειμαι τοῖς βουλομένοις τἀμὰ σφετερίζεσθαι Alciphr. 3. 29; ταῖς νόσοις Luc. u. a. Sp.; – μισθοὶ καὶ τροφαὶ παρὰ τοῦ βασιλέως ἔκκεινται, ist ausgesetzt, festgesetzt, Strab. XV, 707. – Bei Soph. Ant. 998 ist μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς = sie waren herausgefallen.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκκείσομαι;
1 être exposé, être abandonné en parl. d'enfants;
2 se trouver en saillie hors de, saillir de, gén.;
3 être exposé aux regards ; en parl. d'un récit être exposé tout au long.
Étymologie: ἐκ, κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔκκειμαι: (как pf. pass. к ἐκτίθημι; fut. ἐκκείσομαι)
1 лежать снаружи, быть обнаженным: μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς Soph. бедра (жертвенного животного) выступили наружу из окружавшего их жира;
2 быть (публично) выставленным (ἐξέκειτο πολὺν χρόνον ἡ φάσις Dem.);
3 быть положенным, принятым: ἐκκείσθω τις γραμμὴ ἡ ΑΒ Arst. пусть будет дана (прямая) линия ΑΒ; ὁ σκοπὸς ἔκκειται καλῶς Arst. цель поставлена правильно;
4 (о ребенке), быть подкинутым (ὁ ἐκκείμενος παῖς Her.);
5 быть изложенным: ἐκκειμένων τῶν βίων Plut. по изложении этих жизнеописаний;
6 быть подверженным (ταῖς νόσοις Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκειμαι: χρησιμεῦον ὡς παθ. τοῦ ἐκτίθημι, ῥίπτομαι ἔξω ἢ ἐκτίθεμαι, ἐπορᾶν ἐκκείμενον (ἐνν. τὸν παῖδα) Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 122. 2) ἐπὶ δημοσίων γνωστοποιήσεων, ψηφισμάτων, κτλ., δημοσιεύομαι, ἀναστηλοῦμαι, ἵν’ ἐκκέοιτο πρὸ τῶν ἐπωνύμων Δημ. 548. 3, πρβλ. 1324. 10· ἐκτίθεμαι, ἐπιδείκνυμαι, ἐκκειμένων οὖν τῶν βίων Πλουτ. Ἀγησ. καὶ Πομπ. Σύγκρ. 1· ― πρόκειμαι, προτείνομαι, ὁ σκοπὸς ἐκκ. καλῶς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 13, 2· μισθοὶ παρὰ βασιλέως ἔκκεινται Στράβων 707. 3) μετὰ δοτ. προσ., ἐκτίθεμαι εἴς τι, ἀφίεμαι εἰς τὸ ἔλεός τινος, Στράβων 223, Ἀλκίφρων 3. 29. 4) ὡς παθ. τοῦ ἐκτίθημι (ΙΙΙ), ἐκτίθεμαι, ἑρμηνεύομαι, διασαφηνίζομαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 2· οὕτως ἐπὶ λογικῆς ἐννοίας, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 9, 2, πρβλ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 34, 1. ΙΙ. μετὰ γεν., κεῖμαι ἔξω, μένω γυμνός, μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς Σοφ. Ἀντ. 1011.

Greek Monolingual

(AM ἔκκειμαι)
Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον»)
αρχ.-μσν.
πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω
αρχ.
1. επιδεικνύω
2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι
3. (για μέλη του σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός
4. είμαι κυρτός, προεξέχω
5. είμαι εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη διάθεση κάποιου
6. διατυπώνομαι με σαφήνεια
7. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι
II. (μτχ. θηλ.) η εκκειμένη
νεοελλ.
φρ. «εκκειμένη κληρονομιά» — κληρονομιά για την οποία δεν εμφανίστηκε κληρονόμος ή εμφανίστηκε αλλά δεν αναγνωρίστηκε επίσημα
II. επίρρ. ἐκκειμένως
μσν.
φρ. «ἐκκειμένως... ἔχειν» — το να μιλάει κάποιος με παρρησία.

Greek Monotonic

ἔκκειμαι: χρησιμ. ως Παθ. του ἐκτίθημι·
I. 1. ρίχνομαι έξω ή εκτίθεμαι, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για δημόσιες αναγγελίες, δημοσιεύομαι, τοιχοκολλοῦμαι, σε Δημ.
II. με γεν., ρίχνομαι έξω, μένω γυμνός, σε Σοφ.

Middle Liddell

serving as Pass. of ἐκτίθημι
I. to be cast out or exposed, Hdt.
2. of public notices, to be set up in public, posted up, Dem.
II. c. gen. to fall from out, be left bare of, Soph.