συναγαπάω

English (LSJ)

love along with, [τοῖς φίλοις] τοὺς φίλους Plb.1.14.4.

French (Bailly abrégé)

συναγαπῶ :
aimer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀγαπάω.

German (Pape)

mit od. zugleich lieben, τοῖς φίλοις τοὺς φίλους, Pol. 1.14.4.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγᾰπάω: вместе любить: σ. τινί τινα Polyb. разделять с кем-л. любовь к кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγᾰπάω: ἀγαπῶ ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς φίλοις τοὺς φίλους Πολύβ. 1. 14, 4.

Greek Monotonic

συνᾰγᾰπάω: μέλ. -ήσω, αγαπώ κάποιον από κοινού με κάποιον άλλο, τινί, σε Πολύβ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to love along with, τινί Polyb.