συναικλία
English (LSJ)
ἡ, (αἶκλον) Lacon. for σύνδειπνον, Alcm.70 (pl.): written [συν]αιγλία in SIG1106.90 (Cos, iv/iii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συναικλία: ἡ, (αἶκλον) Λακων. ἀντὶ σύνδειπνον, Ἀλκμὰν 57.
Greek Monolingual
και λακων. τ. συναιγλία, ἡ, Α
δείπνο που παίρνει κάποιος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἶκλον «δείπνο» + κατάλ. -ία].