συναναζέω

English (LSJ)

make to boil together, τινι Dsc.1.30, Hippiatr.34, Aët.9.31: intr., Dsc.1.55.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζέΕω), mit oder zugleich aufkochen, aufsieden lassen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζέω: ἀναζέω τι ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ βράσῃ ὁμοῦ, Διοσκ. 1. 33· ἀμεταβ., αὐτόθι 65.

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].