συνανασώζω
German (Pape)
[Seite 1000] mit oder zugleich retten, herstellen, τινί τι; Pol. 3, 77, 6. 4, 25, 6; Plut. de S. N.
Greek (Liddell-Scott)
συνανασώζω: ἀνασώζω, ἀποκαθίστημι ὁμοῦ, τινί τι Πολύβ. 3. 77, 6., 4. 25, 6. ― Παθ., Στράβ. 480.
Greek Monolingual
Α
αποκαθιστώ κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνασῴζω «διασώζω»].