ἀνασώζω

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

German (Pape)

[Seite 210] (s. σώζω), etwas in seinen alten gefunden Zustand versetzen, wieder herstellen, durchbringen, Gegensatz διαφθείρειν, Plat. Phil. 32 e; ἀνασωθῆναι εἰς τὴν πατρίδα Xen. Hell. 4, 8, 28; Lys. 20, 24 u. Sp., wie D. Hal. 4, 51. Im Gedächtniß festhalten, in Erinnerung bringen, Her. 6, 65. Am häufigsten med., sich wieder aneignen, Her. 1, 106. 3, 65 u. öfter; sich erhalten, τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασώζω: [ῴ]: μέλλ. - ώσω: (ἴδε σώζω): διασώζω ἀπὸ κινδύνου, «γλυτώνω» τὴν ζωήν τινος, ἀπό τε φόνου ἔρρυτο κἀνέσωσέ μ’ Σοφ. Ο. Τ. 1351· ἀνακτῶμαι, ἀλλοιωθέντα οὖν [φίλον] ἀδυνατῶν ἀνασῶσαι, ἀφίσταται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3: ― συχνότερον κατὰ μέσ. τύπον, κἀνασώσασθαι φόνου, νά σε σώσω ἐκ τοῦ φόνου, Σοφ. Ἠλ. 1133· ἀπολυτρῶ τι χάριν τινός, ἀνασωσάμενός μοι δὸς τὴν πατρίδα Σάμον Ἡρόδ. 3. 140: ― ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ. κοινῶς μεταχειρίζεται τὸ μέσον μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀνακτῶμαι· πρὶν ἂν Θυρέας ἀνασώσωνται, ἀνακτήσωνται, 1. 82· καὶ οὕτω ἀνεσώσαντο τὴν ἀρχήν, ἀνεκτήσαντο, αὐτόθι 106, κτλ.· ἐν 3. 65 συνδέει τὸ ἐνεργ. μετὰ τοῦ μέσ., μὴ ἀνασωσαμένοισι δὲ τὴν ἀρχὴν μηδ’ ἐπιχειρήσασι ἀνασώζειν: ― Παθ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαφθείρομαι, τῶν μήτε διαφθειρομένων μήτε ἀνασωζομένων Πλάτ. Φίλ. 32Ε: 2) παρακολουθουμένου ὑπὸ τῆς προθέσεως εἰς, τὰ ἀγάλματα ἀνέσωσε εἰς Αἴγυπτον Ἐπιγρ. ἐν Hicks 98. 19· ἐπανέρχομαι σῶος, εἰς Κατάνην Λυσ. 160. 13· ἀνασωθῆναι εἰς τὰς πατρίδας, νὰ ἐπανέλθωσι σῶοι, ἐπὶ ἐξορίστων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· ἐκ φυγῆς Πολύβ. 18. 10, 2. 3) διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, ἐνθυμοῦμαι, Ἡρόδ. 6. 65.

Greek Monolingual

ἀνασῴζω) (Μ ἀνασώζω καί ἀνασώνω)
διασώζω από κίνδυνο, γλυτώνω
μσν.
1. αποζημιώνω, επανορθώνω
2. (αμτβ.) φτάνω, έρχομαι
3. μεταβιβάζω
4. συμπληρώνω, ολοκληρώνω
αρχ.
1. διατηρώ στη μνήμη μου
2. (μέσ., -ομαι) αποκτώ, κερδίζω πάλι, ανακτώ
3. παθ. επιστρέφω, γυρίζω σώος («ἀνεσώθην εἰς Κατάνην» — εγύρισα σώος στην Κατάνη).

Middle Liddell

1. to recover what is lost, rescue, Soph.: Mid., ἀνασώζεσθαί τινα φόβου to recover one from fear, Soph.:—Mid. in proper sense, ἀν. τὴν ἀρχήν to recover the government for oneself, Hdt.:—Pass. to return safe, of exiles, Xen.
2. in Mid. also to preserve in mind, remember, Hdt.