= Lat. contueor, Dosith. p.433 K., Glossaria.
[Seite 1005] starr ansehen, Sp.
συνᾰτενίζω: ἀτενίζω, βλέπω ἀτενῶς ὁμοῦ, Γλωσσ.
Α ἀτενίζωατενίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.