συναύξησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, growing together, common growth, τῶν ὀστέων Hp.Art.53; τοῦ ὀστράκου Arist.HA622b15; simply, enlargement, growth, of the breasts, Sor.1.76; τοῦ ἐμβρύου ib.10; increase, ἀποκρίσεως, opp. μείωσις, ib.20; aggravation, νόσων Herod. Med. ap. Orib.5.30.6: abs., Plb.1.6.3.

German (Pape)

[Seite 1005] ἡ, das Mitwachsen, die Vergrößerung, Pol. 1, 6, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
accroissement simultané.
Étymologie: συναύξησις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναύξησις -εως, ἡ [συναύξω] (gelijktijdige) groei.

Russian (Dvoretsky)

συναύξησις: εως ἡ
1 увеличение, расширение, приумножение, Polyb.;
2 одновременный рост (τοῦ ὀστράκου Arst.).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συναύξω / -ομαι
1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλοσυναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.)
2. αύξηση
3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση.

Greek Monotonic

συναύξησις: -εως, ἡ, ανάπτυξη, αύξηση από κοινού, σε Πολύβ.

Greek (Liddell-Scott)

συναύξησις: -εως, ἡ, τὸ ὁμοῦ αὐξάνεσθαι, κοινὴ αὔξησις, τῶν ὀστέων Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· τοῦ ὀστράκου Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 37, 31· ἀπολ., Πολύβ. 1. 6, 3.

Middle Liddell

συναύξησις, εως, [from συναυξάνω
common growth, Polyb.