-έω, ΜΑπροφέρω, εκφωνώ συγχρόνως («ἔθος εἶναι Ἀττικοῖς συνεκλαλεῖν ποτε τῷ ῥήματι περιττῶς καὶ τὸ ἐκεῖθεν ὄνομα», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαλῶ «ξεστομίζω, διατυπώνω»].