συνεκπέμπω

English (LSJ)

A send out or forth together, τοὺς ἀχρείους εἰς Πελλήνην X.HG7.2.18; τοὺς οἰκέτας Id.Oec.7.35; τῶν ἅμ' αὐτοῖς -θέντων ἐπὶ Θερμοπύλας D.S. 11.4; help to get away, Plu.Brut.45:—Pass., Id.Mar.40.
2 of things, send forth or eject together, τὸ πῶμα Pl.Ti.91a; φωνήν Anon. ap.Suid. s.v. φιμοῖ.

German (Pape)

[Seite 1012] mit oder zugleich aus-, fort-, wegschicken; Plat. Tim. 91 a; Xen. Hell. 7, 2, 18 Oec. 7, 35 u. Sp., wie Plut. Timol. 2 u. Luc.

French (Bailly abrégé)

faire sortir ou renvoyer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπέμπω van personen mede of tegelijk wegzenden, met acc. helpen ontsnappen, met acc. van zaken mede uitscheiden of lozen:. πῶμα vocht Plat. Tim. 91a.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπέμπω:
1 вместе отсылать, одновременно высылать (τινὰς εἰς Πελλήνην Xen.);
2 помогать бежать (τινά Plut.);
3 одновременно выталкивать, проталкивать (τὸ πῶμα εἴς τι Plat.).

Greek Monolingual

Α ἐκπέμπω
1. απομακρύνω, διώχνω συγχρόνως («τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην», Ξεν.)
2. βοηθώ κάποιον να δραπετεύσει («συνεκπεμφθεὶς ὑπ' αὐτῆς ἀπέδρα μετὰ τῶν φίλων καὶ διέφυγε πρὸς Μάριον», Πλούτ.)
3. (σχετικά με πράγματα) εκβάλλω, απορρίπτω συγχρόνως
4. (ειδ.) εκστομίζω.

Greek Monotonic

συνεκπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω από κοινού, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπέμπω: ἐκπέμπω ὁμοῦ, τοὺς ἀχρείους συνεκπέμψαι εἰς Πελλήνην Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18· τοὺς οἰκέτας ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 7. 35· τινὰ ἅμα τινὶ ἐπὶ Θερμοπύλας Διόδ. 11. 4· ἐκπέμπω κρυφίως, Πλουτ. Μάρ. 40. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκπέμπωἐκρίπτω ὁμοῦ, τὸ πῶμα Πλάτ. Τίμ. 91Α· «τὸ στόμα τῇ χειρὶ φιμώσασα τοῦ ἐσφαγμένου μή τινα τῇ ψυχῇ συνεκπέμψειε φωνὴν» παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. φιμοῖ.

Middle Liddell

fut. ψω
to send out together, Xen.