συνεκπεράω

English (LSJ)

come out together, Aret.SD2.11; μετά τινος X.Cyn.4.5.

German (Pape)

[Seite 1012] (s. περάω), mit od. zugleich heraus-, hervorgehen, μετά τινος, Xen. Cyn. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

συνεκπερῶ :
sortir avec ; franchir avec.
Étymologie: σύν, ἐκπεράω.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπεράω: вместе выходить (μετά τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπεράω: ἐξέρχομαι ὁμοῦ, συνδιεξέρχομαι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11· μετά τινος Ξεν. Κυν. 4, 5.

Greek Monotonic

συνεκπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ], εξέρχομαι μαζί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. άσω
to come out together, Xen.