ἐκπεράω

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεράω Medium diacritics: ἐκπεράω Low diacritics: εκπεράω Capitals: ΕΚΠΕΡΑΩ
Transliteration A: ekperáō Transliteration B: ekperaō Transliteration C: ekperao Beta Code: e)kpera/w

English (LSJ)

(Arc. ἐσπεράω, v. infr.1.4),
A Ep. impf. ἐκπεράασκε AP9.381:—go out over, pass beyond, λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσιν Od.7.35; ἥ τ' ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμα 9.323; χθόνα A.Pr.713; αὐλῶνα ib.731; χέρσον καὶ θάλασσαν Id.Eu.240; ἐκπεράω βίον go through life, E.IA18 (anap.); ὀγδώκοντ' ἔτεα AP6.226 (Leon.); κῦμα συμφορᾶς E.Hipp.824.
2 abs., of an arrow, pass through, pierce, ὀϊστὸς ἀντικρὺ..ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il. 13.652, cf. 16.346, etc.; of persons, go forth, X.Cyn.6.18; Ἀθήνας to Athens, Eub.10.5.
3 c. gen., go out of or come out of, μελάθρων E. Cyc.512(lyr.).
4 transgress, ἐσπερᾶσαι πὰρ ἃν λέγῃ ἱεροθύτας IG 5(2).6 (Tegea, iv B.C.).
II carry out or carry away, LXX Nu.11.31.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): arcad. ἐσπεράω IPArk.2.6 (Tegea IV a.C.)
• Morfología: [impf. iter. ἐκπεράασκε AP 9.381]
I intr.
1 traspasar, penetrar ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il.13.652, cf. 16.346.
2 ir fuera de, salir, marchar c. gen. separat. ἐκπερᾷ μελάθρων E.Cyc.512, δωμάτων E.Andr.823, c. ac. direcc. κλεινὰς Ἀθήνας ἐκπερᾶν Eub.9.5.
3 fig. persistir, insistir μὴ ἀνιέναι, ἀλλ' ἐκπερᾶν φιλοπόνως X.Cyn.6.19.
II tr.
1 atravesar, cruzar extensiones terrestres o acuáticas λαῖτμα μέγ' ἐκπερόωσιν Od.7.35, cf. 9.323, AP l.c., χθόνα A.Pr.713, αὐλῶν' ἐκπερᾶν Μαιωτικόν A.Pr.731, χέρσον καὶ θάλασσαν A.Eu.240, ἐκ δ' ἐπέρησαν ... νήσους A.R.4.329 (tm.)
fig. μηδ' ἐκπερᾶσαι κῦμα τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp.824, ζηλῶ δ' ἀνδρῶν ὃς ἀκίνδυνον βίον ἐξεπέρασ' E.IA 18
ref. a la edad, c. ac. de ext. de años cumplir ὀγδώκοντ' ὀκτὼ δ' ἐξεπέρασεν ἔτη CEG 757.2 (Atenas IV a.C.), cf. AP 6.226 (Leon.), πέμπτον δ' ἐκπεροῶσα καὶ εἰκοστὸν λυκάβαντα SEG 46.1571.7 (Lámpsaco III a.C.).
2 fig. sobrepasar, superar una cantidad o número prefijado IPArk.l.c.
sobrepasar, cumplir determinada edad ὀγδώκοντ' ὀκτὼ δ' ἐξεπέρασεν ἔτη CEG 757.2 (Atenas IV a.C.), cf. AP 6.226 (Leon.), πέμπτον δ' ἐκπεροῶσα καὶ εἰκοστὸν λυκάβαντα SEG 46.1571.7 (Lámpsaco III a.C.).
3 fact. hacer pasar πνεῦμα ἐξῆλθεν παρὰ κυρίου καὶ ἐξεπέρασεν ἀρτυγομήτραν ἀπὸ τῆς θαλάσσης se levantó un viento enviado por Dios e hizo pasar a la codorniz desde el mar LXX Nu.11.31.

German (Pape)

[Seite 772] 1) herausgehen; μελάθρων Eur. Cycl. 512 u. öfter; vgl. πέρασον ἔξω δόμων I. A. 1533. – 2) hindurchgehen, μέγα λαῖτμα, über das Meer fahren, Od. von Schiffen, 9, 323, von Schiffern, 7, 35; vgl. Eur. Andr. 795; ψαμάθοιο στίβον, durchwandern, H. h. Merc. 352; χθόνα Aesch. Prom. 715; χέρσον καὶ θάλασσαν Eum. 231; κλίμακα ποδί, hinaufsteigen, Eur. Phoen. 100; βίον, durchleben, I. A. 18; ὀγδώκοντ' ἔτεα Leon. Tar. 54 (VI, 226); auch ohne acc., φιλοπόνως ἐκπερᾶν, unverdrossen fortwandern, Xen. Cyn. 6, 18; aber κλεινὰς Ἀθήνας ἐκπερᾶν, bis nach Athen hinkommen, Eubul. bei Ath. II, 47 c; – durchdringen, ὀϊστὸς ἀντικρὺ κατὰ κύστιν ὑπ' ὀστέον ἐξεπέρησεν Il. 13, 652. 16, 346; τὸ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν δακτυλίων, das Ende der Stricke soll durchgehen, Xen. Cyn. 10, 2. – 31 hinüberführen, LXX.

French (Bailly abrégé)

ἐκπερῶ :
1 dépasser, franchir, acc. ; fig. ἐκπ. βίον EUR traverser la vie ; ἐκπ. κῦμα συμφορᾶς EUR franchir les flots d'une mer d'infortune;
2 pénétrer jusqu'à;
3 sortir de, avec ἔξω τινος.
Étymologie: ἐκ, περάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεράω:
1 выходить (μελάθρων Eur.);
2 проходить (μέγαν στίβον HH; χέρσον καὶ θάλασσαν Aesch.): ὃς βίον ἐξεπέρασ᾽ ἀγνώς Eur. кто провел жизнь в безвестности; ὀγδώκοντ᾽ ἐκπερᾶσαι ἔτεα Anth. прожить восемьдесят лет;
3 проходить насквозь (τὸ δόρυ ἐξεπέρησεν ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο Hom.; διά τινος Xen.);
4 проплывать (μέγα λαῖτμα Hom.; перен. κῦμα συμφορᾶς Eur.);
5 всходить, взбираться (κλίμακα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεράω: μέλλ. -άσω ᾱ, Ἰων. -ήσω· - διέρχομαι, περνῶ, λαῖτμα μέγ’ ἐκπερόωσιν Ὀδ. Η. 35· ἥτ’ ἐκπεράᾳ μέγα λαῖτμο Ι. 323· χθόνα Αἰσχ. Πρ. 713· αὐλῶνα αὐτόθι 731· χέρσον καὶ θάλασσαν ὁ αὐτ. Εὐμ. 240· ἐκπ. βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον, Εὐρ. Ι. Α. 19, πρβλ. ἐκπεραίνω· κῦμα συμφορᾶς ὁ αὐτ. Ἱππ. 824. 2) ἀπολ. ἐπὶ βέλους, διαπερῶ, διέρχομαι διὰ μέσου, διατρυπῶ, ὀϊστὸς ἀντικρὺ... ὑπ’ ὀστέον ἐξεπέρησεν Ἰλ. Ν. 652, πρβλ. Π. 346, κτλ.· πρόειμι, προβαίνω, Ξεν. Κυν. 6, 18· Ἀθήνας ἐκπερᾶν, εἰς Ἀθήνας, Εὔβουλ. ἐν «Ἀντιόπῃ» 2. 3) μετὰ γεν., ἀπέρχομαιἐξέρχομαι ἔκ τινος, μελάθρων Εὐρ. Κύκλ. 512· ἔξω δόμων ὁ αὐτ. Ι. Α. 1533. ΙΙ. φέρω ἔξω ἢ μακράν, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31).

English (Autenrieth)

ἐκπεράᾳ, -όωσι, aor. ἐξεπέρησε: pass through, of arrow or spear; traverse, of the sea.

Greek Monotonic

ἐκπεράω: μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω·
1. εξέρχομαι, βγαίνω, διέρχομαι, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· ἐκπ. βίον, περνώ από, διέρχομαι την ζωή, σε Ευρ.
2. απόλ. λέγεται για βέλος, περνώ ανάμεσα, τρυπώ, διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ.
3. απέρχομαι, φεύγω ή εξέρχομαι από ένα μέρος, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. άσω ionic ήσω
1. to go out over, pass beyond, Od., Aesch.; ἐκπ. βίον to go through life, Eur.
2. absol. of an arrow, to pass through, pierce, Il.
3. to go or come out of a place, c. gen., Eur.