συνεκφωνῶ, -έω, ΝΜΑ ἐκφωνῶπροφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνωςαρχ.αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῦ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.).