συνεπιβλέπω

English (LSJ)

regard at the same time, Antip.Stoic.3.256; consider as well, Gal.9.498.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιβλέπω: ἐπιβλέπω συγχρόνως ἢ ὁμοῦ συμπαρατηρῶ, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 418. 27, Γαλην. τ. 8, σ. 320.

Greek Monolingual

ΝΜA
επιβλέπω κάτι συγχρόνως με άλλον
αρχ.
1. παρατηρώ κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. μελετώ, εξετάζω επιπροσθέτως («ἐπιδεικνύντος μου σφαλλομένους τοὺς ἄνευ τοῦ συνεπιβλέπειν τὸ μέγεθος... ἀποφαινομένους τι», Γαλ.).