συνεπιρρέπω

English (LSJ)

incline towards together, Plu.Phoc.2.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble vers.
Étymologie: σύν, ἐπιρρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επιρρέπω mee neigen met, d.w.z. meegaan in, met dat.: subst.. τὸ συνεφελκόμενον οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ πολλοὶ καὶ συνεπιρρέπον de neiging om meegesleept te worden door en mee te gaan in de fouten van de grote massa Plut. Phoc. 2.8.

German (Pape)

sich mit wozu od. wohin neigen, Plut. Phoc. 2.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιρρέπω: вместе склоняться, тяготеть (τινί Plut.).

Greek Monolingual

Α ἐπιρρέπω
γέρνω προς ένα σημείο μαζί με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπιρρέπω: μέλ. -ψω, ρέπω, κλίνω προς κάτι από κοινού, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιρρέπω: ἐπιρρέπω πρός τι ὁμοῦ, συνεπιρρέπει τούτῳ (δηλ. τῷ ὀφθαλμῷ) καὶ ἡ διάνοια Πλουτ. Φωκ. 2.

Middle Liddell

fut. ψω
to incline towards together, Plut.