συνθεραπεύω
English (LSJ)
A treat medically as well, καὶ τὴν κεφαλήν Steph.in Gal. 1.338 D.:—Pass., ταῦτα -εται τῷ παντὶ σώματι Herod.Med. ap. Aët. 5.129.
2 pay court to one along with or together, Philostr.VA6.30 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
συνθερᾰπεύω: θεραπεύω, περιποιοῦμαί τινα μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Φιλόστρ. 270.
Greek Monolingual
ΜΑ θεραπεύω
περιποιούμαι κάποιον μαζί με έναν άλλο
αρχ.
επιζητώ την εύνοια κάποιου, προσπαθώ να ευχαριστήσω κάποιον με συνεχείς περιποιήσεις.