-έω, ΜΑ1. κάνω θόρυβο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο2. (κατ' επέκτ.) χειροκροτώ ή, επευφημώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θορυβῶ (< θόρυβος)].