συνιδρύω
English (LSJ)
dedicate together with, Καίσαρα τοῖς θεοῖς App.BC5.132:—Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ath.13.561d:—Med., Sch.Pi.P.3.137.
Greek (Liddell-Scott)
συνιδρύω: ἱδρύω ὁμοῦ, συναφιερώνω ἄγαλμα ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.
Greek Monolingual
German (Pape)
(ἱδρύω), mit, zugleich aufstellen, Schol. Ar. Ran. 326.