συννεφώδης

Greek Monolingual

-ες, Ν
νεφελώδης, σκεπασμένος με σύννεφα, γεμάτος σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Καιροί).