συνουσιάζω
English (LSJ)
A keep company with: esp., have sexual intercourse, Theopomp.Hist.65, Phld.Mort.4, Plu.Alex.22, Sor.1.31.
II trans., bring into sexual intercourse, τινά τινι X.Eph. 2.9, Sch.Ar.Pl.1068.
French (Bailly abrégé)
être ensemble, être uni ou marié.
Étymologie: συνουσία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνουσιάζω [συνουσία] seks hebben.
German (Pape)
zusammensein, -leben, bes. von ehelicher Gemeinschaft; Theop. bei Ath. XII.526a; Plut. Alex. 22; auch trans., verheiraten, Xenoph.Ephes. 2.9, zweifelhaft.
Russian (Dvoretsky)
συνουσιάζω: находиться в сожительстве Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνουσιάζω: συγγίγνομαί τινι, συναναστρέφομαι μετά τινος· κυρίως, ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι, Θεοπόμπ. Ἱστ. 65, Πλουτ. Ἀλέξ. 22, κτλ. ΙΙ. μεταβ., φέρω τινὰ εἰς τοιαύτην συνουσίαν, τινά τινι Ξεν. Ἐφέσ. 2. 9, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1067· μεταφορ., σ. περόνας τῷ πυρὶ Θεοφύλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σελ. 195 ἐν τῷ μέσῳ.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ συνουσία
(στη νεοελλ. μόνον το μέσ. συνουσιάζομαι) έρχομαι σε σαρκική επαφή, κάνω έρωτα με κάποιον
μσν.
μτφ. συνενώνω («περόνας σιδηρᾱς ἀνθρακεύσαντες καὶ μάλα καρτερῶς ταύτας συνουσιάσαντες τῷ πυρί», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. συναναστρέφομαι με κάποιον
2. μτφ. φέρνω κάποιον σε σαρκική επαφή με κάποιον άλλον.
Léxico de magia
tener relaciones sexuales en oración prohibitiva ἄπεχε σαυτὸν ἐν ἡμέραις ζʹ συνουσιάσαι γυναικί absténte de tener relaciones con una mujer durante siete días P I 42