συντεκνοποιέω

English (LSJ)

breed children with, τινι X.Mem.2.2.5.

French (Bailly abrégé)

συντεκνοποιῶ :
engendrer des enfants avec.
Étymologie: σύν, τεκνοποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντεκνοποιέω [σύν, τεκνοποιέω] met... kinderen maken, met dat.. Xen. Mem. 2.2.5.

German (Pape)

mit od. zugleich Kinder erzeugen, Xen. Mem. 2.2.5.

Russian (Dvoretsky)

συντεκνοποιέω: вместе рождать детей (τινι Xen.).

Greek Monotonic

συντεκνοποιέω: γεννώ παιδιά από κοινού με κάποιον· ἀνδρί, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκνοποιέω: τεκνοποιῶ ὁμοῦ, ὁ ἀνὴρ τὴν συντεκνοποιοῦσαν ἑαυτῷ τρέφει Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.

Middle Liddell

to breed children with, ἀνδρί Xen.