συντρίμμι

Greek Monolingual

το, Ν
1. θραύσμα, σύντριμμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ή σωματικό ερείπιο («τον έκανε συντρίμμι ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύντριμμα, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. συντρίμμιον].