συνυποπίπτω
English (LSJ)
to be presented to the senses together with, ἀλλήλοις S.E.M.8.174.
German (Pape)
(πίπτω), mit, zugleich darunter fallen, d.i. mit darunter verstanden werden, Sext.Emp. adv.log. 2.165.
Russian (Dvoretsky)
συνυποπίπτω: лог. одновременно относиться, быть включаемым или подразумеваемым: οὐ λευκότερόν τι δυνατόν ἐστι γνωρίζειν μὴ συνυποπίπτοντος τοῦ οὖ λευκότερόν ἐστι Sext. невозможно познать «более белого», если оно не соотнесено с тем, чего оно белее.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποπίπτω: ὑποπίπτω ὁμοῦ, συμπεριλαμβάνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 174.
Greek Monolingual
Α ὑποπίπτω
καθίσταμαι καταληπτός μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.