συνύφανση

Greek Monolingual

η / συνύφανσις, -άνσεως, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνύφανσις Α συνυφαίνω
η ταυτόχρονη ύφανση σχεδίων, χρωμάτων ή υφαντικών υλών μέσα στο ίδιο ύφασμα.