συνύφανσις
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, weaving together, metaph., Pl.Plt. 310e.
German (Pape)
[Seite 1038] ἡ, das Zusammenweben, Plat. Polit. 310 e.
Greek (Liddell-Scott)
συνύφανσις: [ῠ], ἡ, τὸ ὁμοῦ ὑφαίνειν, συνυφή, Πλάτ. Πολιτ. 310Ε.
Russian (Dvoretsky)
συνύφανσις: εως ἡ тканье, ткацкое искусство Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνύφανσις, -εως, ἡ [συνυφαίνω] het samenweven, het verbinden.