συστολέας

Greek Monolingual

ο, Ν
1. (γενικά) όργανο με το οποίο συστέλλεται κάτι
2. ναυτ. σχοινί που χρησιμεύει για τη συστολή, δηλαδή το κατέβασμα τών ανοιχτών ιστίων ενός ιστιοφόρου σκάφους, κν. μπρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω (πρβλ. συστολή) + κατάλ. -έας (πρβλ. προβολέας). Η λ., στον λόγιο τ. συστολεύς, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη].