συσχέτιση
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συσχετίζω
2. (στατ.) η σύγκριση τών σχετικών μεταβολών δύο ή περισσότερων φαινομένων με σκοπό τη στατιστική τους ανάλυση
3. βιολ. το φαινόμενο της αμοιβαίας σχέσης ή εξάρτησης μεταξύ χαρακτηριστικών παραγόντων ή μεταβλητών
4. φρ. «στρωματογραφική συσχέτιση»
γεωλ. διαδικασία με την οποία καθορίζεται η χρονική αντιστοιχία δύο διαπλάσεων ή άλλων στρωματογραφικών ενοτήτων οι οποίες δεν έχουν την ίδια γεωγραφική θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσχετίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συσχέτισις, μαρτυρείται από το 1888 στον Γ. Μ. Βιζυηνό].