Ν1. σχετίζω κάτι με κάτι άλλο2. (κατ' επέκτ.) αναζητώ ή καθορίζω την μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων ή πραγμάτων σχέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σχετίζω (< σχέση). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Παν. Χιώτη].