σφάγνος

English (LSJ)

ὁ,
A = ἐλελίσφακον (sage, salvia), Diocl.Fr.139, Dsc.3.33.
II = ἀσπάλαθος (thorny plant), Id.1.20.

Greek (Liddell-Scott)

σφάγνος: ὁ, = σφάκος Ι, Διοσκ. 3. 40. ΙΙ. = ἀσπάλαθος, ὁ αὐτ. ἐν Νόθοις 1. 19.

Spanish

salvia

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σφάγνο, το, Ν
νεοελλ.
βοτ. κοσμοπολίτικο γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων που αποτελεί το μοναδικό μέλος της τάξης σφαγνώδη και περιλαμβάνει 300 είδη μικρών ωχροπράσινων έως βαθυκόκκινων φυτών με ύψος έως 30 εκατοστόμετρα
αρχ.
1. το φυτό ελελίσφακος
2. το φυτό ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, ο τ. σφάγνος συνδέεται με τα σφάκος «είδος φυτού», σφάκελος (Ι) «σήψη, γάγγραινα». Τη λ. δανείστηκαν από την Ελληνική και οι ξέν. γλώσσες (πρβλ. λατ. sphagnos, αγγλ. sphagnum)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a bush, = ἐλελίσφακον, ἀσπάλαθος (Diocl. Fr., Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained. On a wrong connection with Lat. fungus s. W.-Hofmann s. v. -- Furnée 124 compares σφάκος sage-apple, salvia; tree-moss and φάγνος salvia (gloss.) and φάσκον kind of moss (Thphr., φάσκος H.). Given the variants Pre-Greek.

Frisk Etymology German

σφάγνος: {sphágnos}
Grammar: m.
Meaning: N. eines Strauches, = ἐλελίσφακον, ἀσπάλαθος (Diokl. Fr., Dsk.).
Etymology: Unerklärt. Über eine verfehlte Zusammenstellung mit lat. fungus s. W.-Hofmann s. v.
Page 2,825

Léxico de magia

ὁ bot. salvia ἐπίθυε δὲ τῷ θεῷ σφάγνον μετὰ αἰλούρου καρδίας καὶ κόπρου ἱππίας ofrece al dios salvia con un corazón de gato y estiércol de caballo P IV 3097 ἐπὶ μὲν τῶν ἀγαθοποιῶν ἐπίθυε στύρακα, ζμύρναν, σφάγνον en los (ritos) benéficos quema estoraque, mirra, salvia P IV 2873 ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα· ... σφάγνον, ῥόδα, πυρῆνά τε καὶ κρόμμυον τὸ μόνον fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible: salvia, rosas, huesos de fruta y una cebolla única (en una calumnia de magia maléfica) P IV 2584 P IV 2650

German (Pape)

ὁ, = σφάκος, φάσγανον 2, Theophr.