σφίγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, jamming in a machine, Hero Aut.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

σφίγμα: τό, τὸ ἰσχυρῶς δεδεμένον ἢ συνεσφιγμένον, Ἐκκλ., Βυζ. ΙΙ. συμπίεσις διὰ μηχανῶν, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 245Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σφίγγω
αυτό που έχει δεθεί στερεά
αρχ.
συμπίεση σε μηχανήἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῦτο σφίγμα γένηται», Ήρων.).

German (Pape)

τό,
1 das Zugeschnürte, Festgebundene.
2 das Schnüren, Drücken, Pressen, Reiben an Maschinen, Math. vett.