το, Ν1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό3. ένταση προσπάθειας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα του σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμό)].