σφαιροδρόμος: -ον, ὁ διατρέχων τὴν σφαῖραν (τοῦ οὐρανοῦ), Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 9, ἔκδ. Gaisf.
ὁ, Μαυτός που διατρέχει την ουράνια σφαίρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνοδρόμος.