σφουγγάτο

Greek Monolingual

το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ
ομελέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. -άτο (πρβλ. λεμονάτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση του /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι].