και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν σφουγγάρι1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο.