σφουγγαρίζω

Greek Monolingual

και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν σφουγγάρι
1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι
2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα
3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο.