Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σφυροκοπῶ, -έω, ΝΑ σφυροκόποςχτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώνεοελλ.μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον του αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί»).