σφυροκοπώ

Greek Monolingual

σφυροκοπῶ, -έω, ΝΑ σφυροκόπος
χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώ
νεοελλ.
μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον του αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί»).