σφυροκόπος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
(parox.), ον, one who beats with the hammer, LXX Ge.4.22, Ph.1.247: name of a play by S., also called Πανδώρα.
German (Pape)
[Seite 1052] mit dem Hammer schlagend, hämmernd, u. pass. mit verändertem Ton σφυρόκοπος, gehämmert.
Greek (Liddell-Scott)
σφῡροκόπος: -ον, ὁ σφυροκοπῶν, ὁ κτυπῶν διὰ τῆς σφύρας, σφυρηλάτης, Ἑβδ. (Γέν. Δ΄, 22), Φίλων 1. 247· - ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφοκλέους, ἄλλως Πανδώρα.
Greek Monolingual
ο / σφυροκόπος, -ον, ΝΑ
αυτός που κατεργάζεται μέταλλα με τη σφύρα, σφυρηλάτης
αρχ.
(το αρσ. ως κύριο όν.) Σφυροκόπος
τίτλος έργου του Σοφοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.