σχίδα

English (LSJ)

σχίδος σινδόνος, πῆγμα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1055] τήν, unregelmäß. acc. zu σχίδη, Hesych.

Greek Monolingual

Α και σκίδη Μ
(κατά τον Ησύχ.) «σχίδος σινδόνος, πῆγμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ- του σχίζω (πρβλ. σχίδαξ)].