σχίδιον

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of σχίζα, in Lat. form
A schidium, Vitr.2.1.4.
II = βάθρον 6, Ruf. ap. Orib.49.26.1.
III σχίδια· ὠμόλινα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, 1) dim. vom Vorigen. – 2) im plur. gezupfte Leinwand, Wundfaden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα, πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.

Greek Monolingual

τὸ, Α σχίδα
1. υποκορ. μικρή σχίζα
2. μηχάνημα επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την ανάταξη εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης
3. δόρυ
4. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. σχίδια
«ὠμόλινα».