ανάταξη

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνάταξις) ἀνατάσσω
νεοελλ.
1. η εκ νέου τοποθέτηση, ξαναβάλσιμο
2. ιατρ. επαναφορά οργάνου ή μέρους οργάνου στην κανονική του θέση
αρχ.
οικονομική εκτίμηση, φορολογική κατάταξη.