σχαλίδωμα
English (LSJ)
[ῐ], ατος, τό, forked prop or stay, Poll.5.19,31.
German (Pape)
[Seite 1053] τό, die als Stütze untergestellte Gabel, Poll. 5, 19. 31.
Greek (Liddell-Scott)
σχαλίδωμα: [ῐ], τό, ξύλον ὀρθὸν ἐξ ἄκρου διττόν, ἴδε σχαλίς, Πολυδ. Ε΄, 19 καὶ 31.
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α
διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, -ίδος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρά)].