σχολερός

English (LSJ)

ά, όν, idle, σχολερὸν προσθεῖναι τὰς αἰτίας τῷ γράμματι a waste of time, Sever.Clyst.5.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. οκνηρός
2. φρ. «σχολερόν ἐστι» — είναι σπατάλη χρόνου, χαμένη ώρα (Σευήρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία, αργία» + -ερός (πρβλ. πνιγερός)].