Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σχόλη
Greek Monolingual
και σκόλη, η, Ν 1.ανάπαυση 2. (κατ' επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή· [ΕΤΥΜΟΛ.<σχολή με σημ. «απραξία, αργία» και με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. διατηρεί την αρχ. αρχική σημ. της λ. σχολήβλ. λ.].