σχόλη

Greek Monolingual

και σκόλη, η, Ν
1. ανάπαυση
2. (κατ' επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή·
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή με σημ. «απραξία, αργία» και με αναβιβασμό του τόνου. Η λ. διατηρεί την αρχ. αρχική σημ. της λ. σχολή βλ. λ.].