Ν σωρός1. ρίχνω διάφορα πράγματα το ένα επάνω στο άλλο και σχηματίζω σωρό, σωρεύω2. μέσ. σωριάζομαια) πέφτω σε σωρούς, σχηματίζω σωρό («σωριάζονται τα φύλλα του φθινοπώρου»)β) μτφ. πέφτω κάτω αναίσθητος («σωριάστηκε ξαφνικά λιπόθυμος»).