σύθεμα

Greek Monolingual

το, Ν
(στον Ερωτόκρ.) σύνθεση («το σύθεμα του τραγουδιού», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί σύνθεμα (< συνθέτω)].