σύνθρους

Greek Monolingual

-ουν και σύνθροος, -ον, Α
αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρους / -θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό-θρους, κακόθρους].

Middle Liddell

σύν-θρους, ουν,
sounding together with, accompanying, c. dat., Anth.