σύσπαση
Greek Monolingual
η / σύσπασις, -άσεως, ΝΑ συσπῶ
νεοελλ.
1. παρατεταμένη ακούσια συστολή με δυσκαμψία ενός ή περισσότερων μυών χωρίς βλάβη τών μυϊκών ινών
2. φρ. «σύσπαση άρθρωσης» — η μόνιμη βράχυνση τών μαλακών μορίων μιας μοίρας του σώματος, η οποία οφείλεται σε κακώσεις, φλεγμονές ή νευρικές παθήσεις και συνεπάγεται την ακινητοποίηση σε αναγκαστική θέση διαφόρων αρθρώσεων του σώματος
αρχ.
συστολή.