σύσταθμος

English (LSJ)

σύσταθμον, (σταθμός ΙΙΙ) of equal weight, Hp. ap. Gal.19.143.

German (Pape)

[Seite 1043] von gleichem Gewicht, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

σύσταθμος: -ον, (σταθμὸς ΙΙΙ) ὁ ἔχων ἴσον βάρος, Γαληνοῦ Ἱπποκρ. Λέξ. Ἐξήγ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ίσο βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σταθμος (< σταθμόν), πρβλ. αντί-σταθμος].