η, ον, v.l. in X.An.4.4.13 for σύειον.
σύϊνος: свиной (Xen. - v.l. к σύειος).
σύϊνος: -η, -ον, διάφορ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀναβ. 4. 4, 13 ἀντὶ σύειον.
-ΐνη, -ον, Ασύειος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλινος)].