Adv. into the fold (σηκός), a shepherd's call to his flocks, Hsch.
Αεπίρρ. (κατά τον Ησύχ.)(ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)].