και τάσσιμο, το, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τάζω, υπόσχεση2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα3. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα του τάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο)].